- ἐπισπεύδει
- ἐπισπεύδωurge onpres ind mp 2nd sgἐπισπεύδωurge onpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισπεύδω — (AM ἐπισπεύδω) [σπεύδω] ενεργώ ώστε να γίνει κάτι σε συντομότερο χρόνο («επισπεύδει την αναχώρηση», «επισπεύδει την ψήφιση τού νόμου», «ἐπισπεύδων τὸ δρᾶν», Σοφ.) αρχ. 1. παροτρύνω, προτρέπω («οὐκ ἀποτρέπειν, ἀλλ’ ἐπισπεύδειν τὴν στρατείαν»,… … Dictionary of Greek
επισπουδαστής — ἐπισπουδαστής, o (A) [επισπουδάζω] αυτός που επισπεύδει, που επιταχύνει … Dictionary of Greek
προσθέτης — ὁ, ΜΑ [προστίθημι] μσν. αυτός που προσθέτει κάτι αρχ. αστρολ. αυτός που επιταχύνει, που επισπεύδει κάτι … Dictionary of Greek
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek